- στερνοκοπούμαι
- στερνοκοποῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και στερνοκοπιέμαι Νθρηνώ γοερά χτυπώνας το στέρνο μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνο(ν) + -κοποῦμαι /-ιέμαι (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. σταυρο-κοποῦμαι / σταυρο-κοπιέμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατύπτω — (Α) (επιτ. τ. τού τύπτω*) 1. χτυπώ κάτι πολύ, πλήττω κάτι μέχρις ότου σπάσει 2. μέσ. κατατύπτομαι και αιολ. τ. καττύπτομαι χτυπώ το στήθος μου, στερνοκοπούμαι, στηθοκοπούμαι, χτυπιέμαι («καττύπτεσθε, κόραι», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύπτω … Dictionary of Greek
στερνοτυπούμαι — έομαι, Α [στερνοτυπής] στερνοκοπούμαι … Dictionary of Greek